βρύχιος

βρύχιος
-α, -ο (AM βρύχιος, -ον και -ος, -α, -ον)
αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ. αυτής της ομάδας λέξεων και που αργότερα (Αλεξανδρινή εποχή) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά. Ως βάση αυτών των λέξεων θεωρήθηκε ένα αμάρτυρο ουσ. *βρυξ «νερό, βυθός της θάλασσας». Ενδεχόμενος σημασιολογικός συσχετισμός της λ. με το βρέχω* θα προϋπέθετε την ύπαρξη συνεσταλμένης βαθμίδας -ρυ- < rστο *βρυξ (πρβλ. άγυρις < αγείρω). Τέλος η υπόθεση περί συνδέσεως της λ. με το βρυχώμαι* —από την έκφραση «κύμα βέβρυχε» (Ιλ. Ρ, 264) — προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσκολίες όσο και στη βραχύτητα του -υ- στο βρύχιος, εν αντιθέσει προς το βρυχώμαι όπου το -υ-είναι μακρό και οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρύχιος — from the depths of the sea masc nom sg βρύχιος from the depths of the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρύχιον — βρύχιος from the depths of the sea masc acc sg βρύχιος from the depths of the sea neut nom/voc/acc sg βρύχιος from the depths of the sea masc/fem acc sg βρύχιος from the depths of the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχίων — βρύχιος from the depths of the sea fem gen pl βρύχιος from the depths of the sea masc/neut gen pl βρύχιος from the depths of the sea masc/fem/neut gen pl βρυχιάω chatter imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βρυχιάω chatter imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχίου — βρύχιος from the depths of the sea masc/neut gen sg βρύχιος from the depths of the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρύχια — βρύχιος from the depths of the sea neut nom/voc/acc pl βρύχιος from the depths of the sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχίαις — βρύχιος from the depths of the sea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχίη — βρύχιος from the depths of the sea fem nom/voc sg (epic ionic) βρυχιάω chatter pres imperat act 2nd sg (doric) βρυχιάω chatter imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχίην — βρύχιος from the depths of the sea fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχίης — βρύχιος from the depths of the sea fem gen sg (epic ionic) βρυχιάω chatter imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρύχιαι — βρύχιος from the depths of the sea fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”